Ανάμεσα
στα λιγότερο γνωστά ακούσματα της Μεγάλης Εβδομάδας είναι και το
βαθυστόχαστο όσο και πολύ συγκινητικό μελοποίημα με το όνομα «Δός μοι
τούτον τον ξένον» ή και «Τον Ήλιον Κρύψαντα» (από την εναρκτήρια φράσι
της σύνθεσης).
Το
ποίημα αυτό που έχει ως θέμα την Αποκαθήλωση και την Ταφή του Αγίου
Σώματος του Ιησού από τον Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας, έχει συνθέσει και
μελοποιήσει σε πρώτη φάσι ο Γεώργιος Ακροπολίτης, λόγιος του 13ου αι..
Στην ελληνορθόδοξη μεταγενέστερη εκκλησιαστική παράδοση ψάλλεται κατά
την διάρκεια της Περιφοράς του Επιταφίου την Μεγάλη Παρασκευή (συνήθως
στα Μοναστήρια) και έχει παραδοθή με τον τίτλο «Carmen in magnum
sabbatum – Στιχηρὸν ψαλλόμενον τῷ ἁγίῳ καὶ μεγάλῳ σαββάτῳ».
Το
κείμενο όμως απο το οποίο ο Γεώργιος Ακροπολίτης πήρε το υλικό του
είναι πολύ παλαιότερο. Πρόκειται για την συγκλονιστική Ομιλία του
Επιφανίου Σαλαμίνος/Κύπρου (4ος – 5ος αι.) με τον τίτλο , «Τοῦ ἐν ἁγίοις
Πατρὸς ἡμῶν Ἐπιφανίου ἐπισκόπου Κύπρου λόγος εἰς τὴν θεόσωμον ταφὴν τοῦ
Κυρίου καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ εἰς τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ
Ἀριμαθαίας…». Ο Άγιος Επιφάνιος, Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, στον λόγο του
αυτόν, σε ένα εκτεταμένο απόσπασμα, χρησιμοποιεί και επαναλαμβάνει με
τρόπο υποβλητικό την φράση: «δος μοι τούτον τον ξένον».
Τὸν ἥλιον κρύψαντα
Τὸν ἥλιον κρύψαντα τὰς ἰδίας ἀκτίνας,
καὶ τὸ καταπέτασμα τοῦ ναοῦ διαρραγέν, τῷ τοῦ Σωτῆρος θανάτῳ,
ὁ Ἰωσὴφ θεασάμενος, προσῆλθε τῷ Πιλάτῳ καὶ καθικετεύει λέγων·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα ἐν κόσμῳ·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ὁμόφυλοι μισοῦντες θανατοῦσιν ὡς ξένον·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ξενίζομαι βλέπειν τοῦ θανάτου τὸ ξένον·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅστις οἶδεν ξενίζειν τοὺς πτωχούς τε καὶ ξένους·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν Ἑβραῖοι τῷ φθόνῳ ἀπεξένωσαν κόσμῳ·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ἵνα κρύψω ἐν τάφῳ, ὃς ὡς ξένος οὐκ ἔχει τὴν κεφαλὴν ποῦ κλῖναι·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ἡ Μήτηρ καθορῶσα νεκρωθέντα ἐβόα·
Ὦ Υἱὲ καὶ Θεέ μου, εἰ καὶ τὰ σπλάγχνα τιτρώσκομαι,
καὶ καρδίαν σπαράττομαι, νεκρόν σε καθορῶσα,
ἀλλὰ τῇ σῇ ἀναστάσει θαρροῦσα μεγαλύνω.
Καὶ τούτοις τοίνυν τοῖς λόγοις δυσωπῶν τὸν Πιλᾶτον
ὁ εὐσχήμων λαμβάνει τοῦ Σωτῆρος τὸ σῶμα,
ὃ καὶ φόβῳ ἐν σινδόνι ἐνειλήσας καὶ σμύρνῃ, κατέθετο ἐν τάφῳ
τὸν παρέχοντα πᾶσι ζωὴν αἰώνιον καὶ τὸ μέγα ἔλεος.
Μεταγραφή στην νεοελληνική
Τον ήλιο που έκρυψε τις ίδιες του τις ακτίνες
και το καταπέτασμα του ναού που διερράγη, λόγω του θανάτου του Σωτήρος,
ο Ιωσήφ όταν (τα) είδε, προσήλθε στον Πιλάτο και θερμά ικετεύει λέγοντας:
Δώσε μου τούτο τον ξένο, που από βρέφος σαν ξένος φιλοξενήθηκε στον κόσμο.
Δώσε μου τούτο τον ξένο, που οι ομόφυλοι από μίσος τον θανατώνουν σαν ξένο.
Δώσε μου τούτο τον ξένο, που παραξενεύομαι να βλέπω του θανάτου το (παρά)ξενο.
Δώσε μου τούτο τον ξένο, που ήξερε να φιλοξενεί τους πτωχούς και τους ξένους.
Δώσε μου τούτο τον ξένο, που οι Εβραίοι από φθόνο τον απεξένωσαν από τον κόσμο.
Δώσε μου τούτο τον ξένο, για να κρύψω σε τάφο, που σαν ξένος δεν είχε που να γείρει το κεφάλι.
Δώσε μου τούτο τον ξένο, που βλέποντάς τον νεκρό η Μητέρα φώναζε:
Ω, Υιέ μου και Θεέ μου, αν και στα σπλάχνα πληγώνομαι
και στην καρδιά σπαράζω που σε βλέπω νεκρό,
αλλά αναθαρρώντας από την ανάστασή σου, δοξάζω.
Και με τούτα τα λόγια ικετεύοντας τον Πιλάτο
ο άρχοντας λαμβάνει του Σωτήρος το σώμα,
που και με φόβο το τύλιξε σε σεντόνι και σε σμύρνα και το έβαλε σε τάφο,
αυτόν που παρέχει σε όλους ζωή αιώνια και το μεγάλο έλεος.